- υποτροπικός
- η , ό[ν]1) субтропический; 2) дающий рецидивы (о болезни)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποτροπικός — (I) ή, ό / ὑποτροπικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποτροπή] (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει υποτροπή σε ορισμένες περιόδους. (II) ή, ό, Ν 1. (γεωγρ. μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές… … Dictionary of Greek
υποτροπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. (για αρρώστια), αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζεται με υποτροπή. 2. (γεωγρ.), αυτός που βρίσκεται κοντά στις τροπικές ζώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποτροπικόν — ὑποτροπικός indicating relapse masc acc sg ὑποτροπικός indicating relapse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek